πολύπλευρα

πολύπλευρα
πολύπλευρος
many-sided
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • πολύπλευρος — η, ο / πολύπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα») νεοελλ. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρις, Ευγένιος — (Κέρκυρα 1716 – Πετρούπολη, Ρωσία 1806). Λόγιος και μέγας διδάσκαλος του γένους. Σπούδασε αρχικά στην Κέρκυρα, στην Άρτα και στα Ιωάννινα, κοντά στους πιο φημισμένους δασκάλους του καιρού του. Αργότερα πήγε στην Πάντοβα της Ιταλίας για ευρύτερες… …   Dictionary of Greek

  • Ντιαγκίλεφ, Σεργκέι Παύλοβιτς — (Sergey Pavlovich Diaghilev, Νόβγκοροντ, Ρωσία 1872 – Βενετία, Ιταλία 1929). Ρώσος θεατρικός ιμπρεσάριος και κριτικός της τέχνης. Είναι δύσκολο να καθοριστεί η φυσιογνωμία του κορυφαίου αυτού καλλιτέχνη του χορού, που κατόρθωσε να προσδώσει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”